< ἀλογοφάνειρος
1 ἄλογχος >
†ἀλογχεῖν·
Ἀλόγους (por ἀλόγχους?) μιμεῖσθαι, ὅ ἐστιν ἔθνος Θρᾳκῶν
Hsch., cf.
1
ἄλογχος
2
.