< Ἀζηνίς
ἀζηρέω >
†ἀζηνοί·
κύκνοι, ταῖς πτέρυξιν <ἐν>απολαμβάνοντες ἀέρα
Hsch.
α
1446 (var. de ἀζέσιμοι).