< Ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω >
†ἀγκαλιαγωγός
,
-όν
que transporta fardos
en barcos
Et.Gen
.
α
10,
EM
α
137,
Et.Sym
.
α
31 (pero quizá por ἀγκαλιδαγωγός).