< εἰλινή
εἷλιξ >
†εἰλινής
,
-ές
forma y sent. dud., quizá
de lino
τὴν μὲν οὐσίαν δεῖ αὐτοὺς (ἐπιδέσμους) ἔχειν μηδὲ ἐρεῆ<ν> μηδὲ ... †εἰλινῆ†
Pall.
in Hp.Fract
.38.26.