< δυσπεψία
δυσπῐνής >
†δύσπημα
,
-ματος, τό
l. dud.
calamidad
,
desdicha
ἀμφότερα, μένειν πέμπειν τε, †δυσπήματ'† ἀμηνίτως ἐμοί
A.
Eu
.481.