< βομβύζω
Βομβύκα >
†βομβυθυλεύματα·
τὰ μαγειρικὰ ἀρτύματα· κατεσκευασμένα· ἔνιοι τὸ σὺν τῇ ὄνθῳ ἀρτύειν
Hsch.
β
805 (prob. f.l. por μονθυλευ-).