< ἑλειογενής
ἑλειομολόχη >
Ἕλειοι
,
-ων, οἱ
heleos
1
ét. de Helos de Laconia, Ephor.117, St.Byz.s.u.
Ἕλος
, cf. Εἵλωτες.
2
pueblo de Etiopía, Str.16.4.9.