< ἑκτήμορος
ἔκτηξις >
Ἔκτηνες
,
-ων, οἱ
• Alolema(s):
Ἕκτην
Hdn.Gr.1.15;
Ἑκτῆνες
Sud.;
Ἐγκτῆνες
EM
311.36G.; pero
Ἔγκτ-
Hdn.Gr.1.16
Ectenes
pobladores de Beocia en tiempos de Ógigo, Lyc.433, Paus.9.5.1, Nonn.
D
.5.37, Sud.,
EM
l.c.