< Ἑλένειον
ἑλένη >
Ἑλένειος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
tb.
Ἑλενίτης
St.Byz.s.u.
Ἑλένη
;
Ἑλεναῖος
St.Byz.l.c.
helenio
,
helenita
, ét.
de Helena
isla del Ática, St.Byz.s.u.
Ἑλένη
.