Ἑκτόρεος, -α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον E.Rh.1; sg. fem. ac. Ἑκτορέην Il.Paru.21.2, gen. Ἑκτορέης Il.24.276]


de Héctor, hectóreo χιτών Il.2.416, Ἑκτορέοις ἄρα μᾶλλον ἐπὶ φρένα θῆχ' ἱεροῖσιν pues presta más atención a los sacrificios de Héctor, Il.10.46, κεφαλή Il.24.276, Ἑκτορ]έας ὑπὸ χει[ρός B.13.154, cf. AP 9.192 (Antiphil.), 9.204 (Agath.), ἄλοχος Il.Paru.l.c., εὐναί E.l.c., ἵπποι Q.S.3.193.