< ἑκατοστοτριακοστοτρίτος
ἑκατοστύς >
Ἑκατόστυλος
,
-ου, ἡ
Hecatóstila
,
la de cien columnas
n. de una fuente en Mégara
Laterc.Alex
.12.8, cf. ἑκατοντάστυλον.