< ἑκᾰτομπτολίεθρος
ἑκᾰτόμπῠλος >
Ἑκατομπύλιος
,
-α, -ον
hecatompilio
ét. de Hecatómpilo de Partia, St.Byz.s.u.
Ἑκατόμπυλος
.