< Ἐλιμιώτης
Ἐλινία >
Ἐλιμιῶτις
,
-ιδος
elimiótide
,
de Elimia
στρατηγία
D.S.17.57
•
subst. ἡ Ἐ.
Elimiótide
reg. de Elimia, Arr.
An
.1.7.5.