< Ἐλεφαντίνη
Ἐλεφαντινόποδες >
Ἐλεφαντινίτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Ἐλεφαντίτης
St.Byz.s.u.
Ἐλεφαντίνη
;
Ἐλεφαντεύς
UPZ
180a.43.1, 3 (II a.C.)
elefantinita
,
elefantita
ét. de Elefantina, St.Byz.s.u.
Ἐλεφαντίνη
,
ISyène
252.36 (III d.C.).