< Ἐλευθερίσκος
Ἐλευθεριών >
Ἐλευθερίτης
,
-ου, ὁ
Eleuterita
1
ét. de Eleutéride, St.Byz.s.u.
Ἐλευθερίς
.
2
v. Ἐλευθεροκίλικες.