< Ἐλαιοῦσσα
ἐλαιοφανής >
Ἐλαιούσσιος
,
-α, -ον
eleusio
ét. de Eleusa (Ἐλαιοῦσσα
2
), St.Byz.s.u.
Ἐλαιοῦσσα
.