< ἐδέατρος
Ἐδεβησσός >
Ἐδεβησσεύς
,
-έως
• Alolema(s):
tb.
-σσιος
, -ου
edebeseo
,
edebesio
ét. de Edebeso, St.Byz.s.u.
Ἐδεβησσός
.