< ἐνώλας
ἑνωμένως >
ἕνωμα
,
-ματος, τό
fil.
unión
concreta de todo
,
unificación
τὸ πάντων συναίρεμα, ἢ, δικαιότερον εἰπεῖν, ἕ.
Dam.
Pr
.53, plu., Dam.
Pr
.69 (p.98).