ἕννυμι
• Alolema(s): jón. εἵνυμι
• Morfología: [fut. ind. ἕσσω Od.15.338, 16.79; aor. ind. 3a sg. ἕσσε Il.5.905, inf. ἕσσαι Thgn.1001, part. ἕσσας Od.14.396, med. ind. 3a sg. ἕσσατο Il.10.334, 3a plu. ἕσσαντο Il.14.383, ἕσαντο Il.20.150, arcad. subj. 3a sg. Ϝέστοι Sokolowski 2.32.1 (Arcadia V a.C.), inf. ἕσασθαι Il.24.646, ἕσσασθαι Hes.Op.536, Meropis 5, part. fem. ἑσσαμένη h.Ven.64, plu. Ϝεσσαμέναι Alcm.53; med. perf. ind. εἷμαι Od.19.72, Od.1.191, 24.250, part. masc. εἱμένος Il.15.308, neutr. plu. Ϝημένα Alcm.117, plusperf. 2a sg. ἕσσο Il.3.57, Od.16.199, 3a sg. ἕστο Il.23.67, Od.22.363, Cypr.4, ἕεστο Il.12.464, h.Ven.86, εἷστο Hsch., 3a plu. εἵατο Il.18.596, 3a du. ἕσθην Il.18.517]
I tr. vestir c. doble ac.
κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσειte vestirá con un manto y una túnica, Od.15.338, cf. 16.79, 396,
τὸν δ' Ἥβη λοῦσεν, χαρίεντα δὲ εἵματα ἕσσεIl.5.905,
λυγρὰ δὲ εἵματα ἕσσε περὶ χροΐOd.16.457.
II intr., en v. med.-pas.
1 vestirse, ponerse, revestirse c. ac. int. etim.
χρύσεια δὲ εἵματα ἕσθηνambos iban vestidos con áureas ropas, Il.18.517,
κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷμαιOd.19.72, 23.115, cf. 11.191,
περὶ χροὶ εἵματα ἕστοIl.23.67, Cypr.l.c., cf. h.Ven.64, c. ac. int. no etim.
ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἔννυτοOd.5.230, cf. Bio 2.7,
χλαίνας εὖ εἱμένοι ἠδὲ χιτῶναςOd.15.331, cf. 5.229, Hes.l.c.,
χρὴ καλὰ (εἵματα) μὲν αὐτὴν ἕννυσθαιOd.6.28, cf. 16.199, 24.250,
οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ' ἐϋννήτουςIl.18.596,
ἕσσατο δ' ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῖο λύκοιοIl.10.334, cf. Meropis 5, Alcm.l.c.,
πέπλον ... ἕεστο φαεινότερον πυρὸς αὐγῆςh.Ven.86, cf. Orph.H.43.6,
λᾶδος Ϝημένα καλόνAlcm.117,
τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένη χρόα πέπλων λακίσματαvestida con andrajosos jirones de peplos sobre mi andrajoso cuerpo E.Tr.496
•frec. de armas
ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκόνIl.14.383, cf. 12.464, 19.233,
(ξυστὰ) κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷIl.15.389,
τεύχεα ἑσσαμένωIl.23.803, abs. en anacoluto
ἀσπίδες] ... ἑσσάμενοιIl.14.372
•fig. revestirse en v. pas.
φρεσὶν εἱμένος ἀλκήνIl.20.381,
ἦ τέ κεν ἤδη λάϊνον ἕσσο χιτῶναen ese caso, ya estarías vestido con pétrea túnica, e.e., lapidado, Il.3.57, Luc.Pisc.5, de signos de divinidad y poder
τι]ήραν εἱμένη καλ[ήνArchil.158.14.
2 envolverse en, cubrirse, taparse
χλαίνας τ' ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαιy colocar (en los catres) mantas de lana por encima para taparse, Il.24.646, Od.4.299,
ἠέρα ἑσσαμένωenvueltos los dos en bruma, Il.14.282, cf. Epic.Alex.Adesp.SHell.938.6,
εἱμένος ὤμοιιν νεφέληνIl.15.308,
τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένοςS.OC 1701.
• Etimología: De *Ϝεσ-νυ-μι a partir de una r. ide. *u̯es-, cf. arm. z-genum ‘vestirse’, y c. otro tipo de pres. gr. εἷμαι, ai. váste, het. imperat. act. 2a plu. veš-ten.