ἕλωρ, τό
• Morfología: [sólo nom. sg. y nom. plu. ἕλωρα]
presa, despojo, expolio, botín ref. cadáveres insepultos
μή μιν Ἀχαιοὶ ... ἕ. δηίοισι λίποιενIl.17.667, cf. 5.684, A.R.4.403,
κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕ.S.Ai.830, cf. A.R.1.1251, Orph.A.673, Q.S.14.285, Gr.Naz.M.37.1348A, frec. en la constr. ἕ. καὶ κύρμα:
ὡς ... ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕ. καὶ κύρμα γένησθεIl.5.489, cf. 17.151, Dionysius 19ue.24,
οἰωνοῖσιν ἕ. καὶ κύρμα γενέσθαιOd.3.271, cf. 5.473, Ps.Phoc.185, Man.3.260, plu. mismo sent.
αἴ κε μὴ ... Πατρόκλοιο δ' ἕλωρα ... ἀποτείσῃsi no paga por haber hecho expolio de Patroclo, Il.18.93,
κυσὶν ... ἕλωρα ... οὐκ ἀναίνομαι πέλεινA.Supp.800
•ref. objetos de valor
μή πώς μοι ἕ. ἄλλοισι γένηταιOd.13.208,
ἕ. ἔσῃ ἀνθρώποισιν ἐρασταῖςde Troya Orac.Sib.3.413
•fig.
ἀνὴρ οἷος ... κεῖται ἕ. ἈίδῃAP 7.439 (Theodorid.), cf. Procl.H.7.41.