ἕλκωμα, -ματος, τό


1 medic. herida, llaga, úlcera ῥεύματα περὶ αἰδοῖα πολλά, ἑλκώματα, φύματα ἔξωθεν Hp.Epid.3.7, τὸ μήλινον κολλ(ύριον) πρὸς ῥεῦμα καὶ ἑλκώματα Medic.Fr.Pap. en POxy.1088.2, cf. 9, Hippiatr.Cant.8.20.

2 bot. incisión en un árbol συρρεῖ γὰρ εἰς τὸ ἕ. τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης Thphr.HP 9.2.1.