ἕδρᾰνον, -ου, τό


1 asiento ἑδράνων ἀφ' ἁγνῶν A.Supp.103, ἀλλ' ἄνα ἐξ ἑδράνων S.Ai.193, τετέλεστο δὲ πάντα μελάθρῳ ἕδρανα Maiist.65, cf. Hsch.

2 morada, sede Πελασγῶν ἕ. Hes.Fr.319, πολυχρύσων ἑδράνων φύλακες A.Pers.4, cf. S.OC 176, 232, Μηκώνην μακάρων ἕ. αὖτις ἰδεῖν Call.Fr.119.1, de Apolo ἀνὰ δικόρυμβα Παρνασσίδος ... ἕδραν' Pae.Delph.5, ἕ. ἀθανάτων Orph.H.18.7, cf. 19.3.

3 soporte, fundamento γῆ δ' ἑδράνων ἔρημος Trag.Adesp.620.8, ἕδρανα γῆς σώζοις Orph.H.17.9, Γαῖα ... ἕ. ἀθανάτου κόσμου Orph.H.26.4, cf. Nonn.D.2.214, de un ancla νηῶν θ' ἕ. ἀσταθέων AP 6.28 (Iul.Aegypt.).
• Etimología: Formación c. suf. -ανον (cf. χόδανον) sobre ἕδρα, q.u.