ἕδος, -εος, τό


I 1asiento, silla θεοὶ δ' ἅμα πάντες ἀνέσταν ἐξ ἑδέων Il.1.534, cf. 581, λιπὼν ἕ. Il.9.194, οἱ δ' ἀνόρουσαν ἐξ ἑδέων ἥρωες A.R.2.429; ἕ. Θεσσαλικόν silla tesalia e.d. de respaldo recto, Hp.Art.7, cf. Hsch.

2 acto de sentarse, asiento en or. nominal οὐχ ἕδος (ἐστί) no hay lugar a asiento, e.d. no voy a sentarme, Il.11.648, 23.205.

II sede, morada c. gen. de divinidad o humano ἀθανάτων del Olimpo Il.5.360, πάντων ἕ. ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων de la Tierra, Hes.Th.117, θεῶν Od.6.42, cf. Hes.Sc.203, Μάκαρος Il.24.544, Φερσεφόνας Pi.P.12.2, cf. Theoc.7.116, τοῦ ἀληθοῦς θεοῦ Ph.2.588, tb. c. dat. θεοῖς Hes.Th.128, perífrasis c. gen. de lugar ἕ. Οὐλύμποιο equiv. a Ὄλυμπος Il.24.144, cf. Pi.O.2.12, Τροίας B.9.46, ἕ. Θήβης el solar de Tebas, Il.4.406, Ἰθάκης Od.13.344, ἔποικον ἁγνᾶς Ἀσίας ἕδος A.Pr.412, ref. a los templos οὐδὲ δαιμόνων ἕδη σέβων S.OT 886, θεῶν πατρῴων ἕδη A.Pers.404
templo ἄξιον ἐπιφοιτᾶν καὶ ἐνδιατρίβειν τοῖς ἕδεσιν Ph.2.314
fig. γενύων ὀρφανὰ θέντες ἕδη dejando vacíos sus lugares de la mandíbula ref. a dientes que se caen Par.Flor.26.

III imagen, estatua de un dios o héroe πατρῷα προσκύσαντες ἕδη θεῶν S.El.1374, Φειδίας ὁ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἕ. ἐργασάμενος Isoc.15.2, cf. Plu.Per.13, SIG 894 (Atenas III d.C.), τοῦ ἕδους κατακεκαλυμμένου τῆς Ἀθηνᾶς X.HG 1.4.12
op. al templo τὸ ἕ. τῆς Ἀρτέμιδος Polem.Hist.90, cf. Paus.8.46.2, τῆς Ἥρας D.C.48.14.5, τοῦ Ἀπόλλωνος D.C.51.1.3, τὰ τῶν θεῶν ἕδη καὶ τοὺς νεώς συλᾶν Isoc.4.155, cf. D.H.1.47, τοὺς νεὼς καὶ τὰ ἕδη καὶ τὰ τεμένη Lycurg.143, λοῦσαι τὰ ἕδη IG 22.679.25 (III a.C.), λίθινον IG 22.1514.35 (IV a.C.), ἕδη κεράμια καὶ ξύλινα Porph.Abst.2.18, τοῦ ἕδους ἐφαψόμενοι προσῆλθον D.C.59.28.4, ἕδος· τὸ ἄγαλμα καὶ ὁ τόπος ἐν ᾧ ἵδρυται Tim.Lex.s.u.

IV suelo construido, enlosado de un templo, Dam.Fr.167, cf. ἔδαφος I 1 a).
• Etimología: Rel. ai. sádas- ‘asiento’ < *sedos, cf. ἕζομαι.