ἔξαιμος, -ον
1 cirug., de heridas que ha dejado de sangrar, limpio de sangre Hp.VC 16.
2 desangrado, exangüe gener. como pred.
τὸ παιδίον, ὥσπερ ἔξαιμον γενόμενον πρότερον, πάλιν ἀνεβίωσενArist.HA 587a23, cf. LXX 2Ma.14.46, Plu.2.970d,
κροκόδειλοςD.S.1.35,
θηρίαD.S.3.35, cf. Str.15.1.42,
ἔ. ὢν καὶ καταβελὴς ὁ ΚούρτιοςD.H.2.42,
ποιήσαντες ἔξαιμον τὸ ζῷονAgatharch.55, cf. D.C.43.11.4, mág. en POxy.4468re.128, Hippiatr.26.21
•como resultado terapéutico de una sangría
φλεβοτομούμενος ... ἕως ἔ. ἐγένετοHp.Epid.5.6.