ἔντρομος, -ον
I
χείρAP 6.165 (Phal.),
καὶ ἔ. ἐγενήθη ἡ γῆprob ref. al seísmo, LXX Ps.17.8,
ἐντρόμου τοῦ ἵππου γενομένουPlu.Fab.3,
ποτὲ δὲ καὶ ἔντρομα ... καὶ σπασμώδη τὰ τρεφόμενα γίνονται βρέφηSor.2.8.78, frec. por efecto del miedo
διώλλυντο ἔντρομοιLXX Sap.17.9,
ἔ. δὲ γενόμενος ΜωϋσῆςAct.Ap.7.32,
φοβηθεῖσα καὶ ἔ. γενομένηHsch.H.Hom.20.29.3, cf. Ath.Al.V.Anton.82.4, Callinic.Mon.V.Hyp.10.5.
2 tembloroso, trémulo
ἔ. ἤδη δεξιτερὴν ... αἰσθόμενοςpor la avanzada edad AP 6.5 (Philippus),
φωνήPolem.Phgn.63 (p.416).
3 que hace temblar, que produce temblor
γόνασιν δ' ἔ. ἐστι σάλοςAP 5.204 (Mel.).
II adv. -ως temblorosamente, con temor
εἰ δοῦλος εἶ, ἐ. τῷ Δεσπότῃ ὑποτάγηθιMeth.Palm.M.18.393B, cf. Thdt.Anc.Hom.SMV et Sym.M.77.1401A.