ἔντριψις, -εως, ἡ
1 untura, aplicación gener. de cosméticos
κεκοσμημένος χρώματος ἐντρίψειX.Cyr.1.3.2, cf. Anat.Exc.3,
ἀσβόλου τε ἐντρίψει καὶ πηλοῦ καταχρίσει μολύνασα (τὸ πρόσωπον)Hld.6.11.3.
2 concr. cosmético, afeite
διαπεποικιλμέναι τὰ πρόσωπα ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοιςAel.VH 12.1.