ἔντριμμα, -ματος, τό


cosmético, colorete (κοσμηθεῖσα) τὰς παρειὰς ἐντρίμματι Aristaenet.1.25.5, μηδικώτερον ἐσκευασμένος ἐντρίμμασι προσώπου Plu.Crass.24, cf. Poll.5.101, Clem.Al.Paed.3.2.5, Them.Or.13.167c
ungüento ἔ. μυρῶδες Sch.Luc.Lex.8.