ἔντραχυς, -υ
áspero
ἡ Μηλία (γῆ)Dsc.5.159.1,
ἐντραχεῖ λίθῳl. antigua a Pi.O.8.55 en Sch.Pi.O.8.70-77A.
•en cont. mús. áspero, tosco, duro
τὸ διάτονον ἔντραχυ καὶ ὑπάγροικονS.E.M.6.50.
ἡ Μηλία (γῆ)Dsc.5.159.1,
ἐντραχεῖ λίθῳl. antigua a Pi.O.8.55 en Sch.Pi.O.8.70-77A.
τὸ διάτονον ἔντραχυ καὶ ὑπάγροικονS.E.M.6.50.