ἔνσοφος, -ον
sabio en c. dat.
φῦλα βροτῶν ... ἀκρατέοντι λογισμῷ ἔνσοφαMan.4.549, abs.
ἄνδρεςIUrb.Rom.126.3 (IV d.C.),
γνῶσιςEuagr.Pont.Or.M.79.1165C.
φῦλα βροτῶν ... ἀκρατέοντι λογισμῷ ἔνσοφαMan.4.549, abs.
ἄνδρεςIUrb.Rom.126.3 (IV d.C.),
γνῶσιςEuagr.Pont.Or.M.79.1165C.