< ἐνσκολιεύομαι
ἐνσκυθίζω >
ἔνσκοτος
,
-ον
sombrío
,
oscuro
ὅταν ἡ στάσις μὴ ᾖ καθαρά, ἀλλ' ἔ. καὶ ἔνυδρος
Hippiatr.Cant
.80.4.