< ἐνοικουρέω
ἐνοινοφλύω >
ἔνοινος
,
-ον
lleno de vino
τὰ ἔνοινα τῶν βοτρύων
Longus 2.1.2,
ἄμπελος
Tz.Comm
.Ar.1.109.8.