< ἐνοδῖτις
ἐνοδοιπόρος >
ἔνοδμος
,
-ον
apestoso
,
de olor fuerte
τὸ δὲ τοιοῦτον ἄλγημα ... συριγγῶδες καὶ ἔνοδμον
Hp.
Epid
.7.5,
κέρας
Nic.
Th
.41.