< ἔννῠχος
ἐννώσας >
ἔννωθρος
,
-ον
medic.
embotado
,
ofuscado
,
entorpecido
ἔννωθροι δὲ γίνονται ... οἱ λαμβάνοντες (ἐλαιόμελι)
Dsc.1.31.