< ἐνισκ-
ἐνισόω >
ἔνισον
adv.
igualmente
ὁρῶντες ἔ. τὰ περὶ τὴν ἁρμονίαν δι' ἀριθμῶν καὶ τὰ περὶ τὴν ὄψιν μαθήματα διὰ γραμμάτων
Iambl.
Comm.Math
.25.