ἔνθυμος, -ον
valiente, animoso
τὸ τῶν Ἑλλήνων γένος ... ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστινArist.Pol.1327b30,
ἀνάστηθι, ἐ. γενοῦref. al profeta Daniel, Cyr.H.Catech.12.14.
τὸ τῶν Ἑλλήνων γένος ... ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστινArist.Pol.1327b30,
ἀνάστηθι, ἐ. γενοῦref. al profeta Daniel, Cyr.H.Catech.12.14.