ἔνδω


adv. de lugar dentro τοιάδε κἠμ Φανατεῖ γέγραπται ἐν τᾷ πέτρᾳ ἔ. CID 1.9D.31 (V/IV a.C.), ἔ. μένουσα[ι GDI 1767.10 (Delfos II a.C.).