< ἐνδελιτές
ἐνδέμω >
ἔνδεμα
,
-ματος, τό
medic.
ligadura
,
torniquete
ἐνδέματα καὶ ἀντιπαθῆ
Dsc.
Eup
.2.136, cf.
Gloss
.2.298.