< ἔνδειμος
ἔνδειξις >
ἔνδεινος
,
-ον
terrible
neutr. sg. compar. como adv.
terriblemente
ἡ πόλις δὲ ἐνδεινότερον ἐξεπέπληκτο ὑπὸ δείματος
Them.
Or
.4.56a.