ἔνδειγμα, -ματος, τό


demostración, señal, prueba c. gen. εὐνοίας D.19.256, τῆς δικαίας κρίσεως τοῦ Θεοῦ 2Ep.Thess.1.5, φιλανθρωπίας Hld.1.22.1, cf. Iambl.Myst.1.11, Basil.Ep.258.1, Dam.Pr.46, Procl.in Ti.3.85.26, ἔ. ὅτι Pl.Criti.110b.