< ἔναλλος
ἐναλοιφή >
ἔναλμος
,
-ον
salobre
τὸ δὲ φρεατιαῖον (ὕδωρ) ... ἔναλμον καὶ δύσποτον ὑπάρχει
Ps.Caes.77.9.