ἔναγχος
adv.
1 c. valor temp. recientemente, hace poco, últimamente
ἔ. ... παρεκόπην διχοινίκῳhace poco fui engañado en dos quénices Ar.Nu.639, cf. Ec.823, Eup.193.2,
ἔ. ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησίᾳLys.19.50,
ἔ. ... κατέλαβέ με ὀρχούμενονX.Smp.2.19, cf. Pl.Smp.172a, Phdr.257c, Grg.462c, Arist.Rh.1375b31,
ἔ. μὲν ξένους εἰσπέμψαντεςD.11.5, op. πάλαι ‘hace tiempo’
οὐ περὶ τῶν πάλαι τεθνεώτων, ἀλλὰ περὶ τῶν ἔ. τὸν κλῆρον καταλιπόντωνIsoc.19.43, cf. Paus.4.21.10,
ἔγημ' ἔ.Men.Epit.fr.1, cf. I.AI 6.81, Gal.1.657, Plu.Cam.38, D.C.39.33.2,
στρατ]ιώτη τῶν ἔ. ἀπολυθέντωνPLond.198.6, cf. PBeatty Panop.2.80 (IV d.C.),
τῷ ἔ. γενομ(ένῳ) τοῦ νομ(οῦ) διαλ[ογι]σμῷPHeid.398.5, cf. PMerton 18.33 (II d.C.),
ἔ. ἐωνημένος ... τὰς ὑπογεγραμμένας (ἀρούρας)POxy.78.12 (II/III d.C.), Eus.PE 1.1.10, Gr.Nyss.Eun.1.22, Hsch.H.Hom.9.12.8
•en constr. adnom.
τὸ ἔ. πάθοςla desgracia reciente App.BC 1.9,
ὁ ἔ. ἀγώνIAphrodisias 3.91.1.34 (II d.C.), cf. PMich.623.13 (III d.C.), c. rég. de gen.
τὰ ... ἔ. τοῦ χρόνου προσκρούματαD.H.7.45, cf. 6.77.
2 c. valor local muy cerca
τῷ πελάγει ἔ. προσελθώνAesop.307.