ἔμφρων, -ον


A I 1que está en su sano juicio, consciente, lúcido de pers., op. la locura σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα Zeus te ha de devolver el juicio A.Pr.848, ἕως δ' ἔτ' ἔ. εἰμί mientras todavía estoy en mi juicio A.Ch.1026, ἔ. μόλις πως ξὺν χρόνῳ καθίσταται S.Ai.306, ὅταν μὲν σῶμα κουφισθῇ νόσου ἔ. δακρύει E.Or.44
op. el delirio ritual y creativo ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες οὐκ ἔμφρονες ὄντες ὀρχοῦνται, οὕτω καὶ οἱ μελοποιοὶ οὐκ ἔμφρονες ὄντες τὰ καλὰ μέλη ταῦτα ποιοῦσιν Pl.Io 534a, cf. 535b, τὴν τῶν ἐμφρόνων ζήτησιν τοῦ μέλλοντος op. la indagación mántica, Aristid.Or.2.52
op. la enajenación transitoria πολὺν χρόνον ἔκφρων καὶ ἄναυδος ἔκειτο, μόλις δέ πως ἔ. γενομένη Plu.Pomp.74, οἷον ἐκ μανίας τινός ἢ παρακοπῆς ὑπὸ τῶν λόγων ἔ. καθιστάμενος Plu.Cat.Mi.35
op. la embriaguez ἔμφρον' ἢ κάτοινον; E.Io 553
op. la inconsciencia ἔτ' ἔ. παρθένῳ προσπτύσσεται S.Ant.1237, ἔ. δ' ἀνᾴξας ... πεσήματος E.IT 315, ἔτι ἔμφρονα εὑρόντες Antipho 2.3.2, frec. en medic. τὰς δὲ πέντε ἡμέρας τοτὲ μὲν ἔ. ἦν Hp.Epid.5.14, ἔ. ἔθανεν Hp.Epid.5.105, cf. 7.8, ἔμφρονες γενόμενοι Hp.Coac.136, cf. Morb.2.21
op. el sueño κατὰ δὲ ἔγερσιν πάλιν ἔμφρονες S.E.M.7.129
que indica consciencia ἤδη μηδὲ τὰς ἀποκρίσεις ἔμφρονας ἀκριβῶς ποιοῦνται de un enfermo, Gal.8.330.

2 op. la materia inerte consciente, animado ζῷα op. εἴδωλα X.Mem.1.4.4, ζωή Athenag.Res.13.2, cf. Iren.Lugd.Haer.1.4.1.

II de pers. y abstr.

1 juicioso, sensato, que medita y actúa de forma inteligente

a) de pers. ὁ Ἱππίας καὶ τῇ φύσει πολιτικὸς καὶ ἔ. ἐπεστάτει τῆς ἀρχῆς Arist.Ath.18.1, τοὺς μὲν ἄλλους αἱ συμφοραὶ ... ποιοῦσιν ἐμφρονεστέρους Isoc.8.85, cf. M.Ant.10.8, κριτής Pl.Lg.669a, ἔφεδρος Plb.5.104.7, πατήρ Plu.2.12c, γυνή I.AI 14.351, ἡγεμών D.H.8.1, ἡ μὲν ἔ. ... μερίς ἐν τῇ πόλει Πομπήιον ἐθεράπευε Plu.Crass.7, ὅσοι Καρχηδονίων ἔμφρονες App.Pun.215, σκεψώμεθα τί τῆς λαλιᾶς ἐστι καὶ τῶν λόγων τῶν ἐμφρόνων Aristid.Or.3.53, cf. Luc.ITr.23, Aristid.Quint.55.17, Vett.Val.381.17, op. ἄφρων: ὀλίγοι ἔμφρονες πολλῶν ἀφρόνων φοβερώτεροι Pl.Smp.194b, cf. Euthd.285a, Ph.1.354, op. ἀβέλτερος Alex.247.8
frec. subst. ἔμφρονι δεῖξαι Pi.O.9.74, cf. Pl.Lg.964d, (ἀρετή) οὐ μόνον ἔμφρονας παρέχεται Plu.2.24c;

b) de cualidades, acciones o estados de la persona εἴθ' εἶχε φωνὴν ἔμφρον' ἀγγέλου δίκην ojalá tuviera una voz juiciosa como la de un mensajero A.Ch.195, σωφροσύνη Th.1.84, ζωῆς ἀγαθῆς τε καὶ ἔμφρονος Pl.R.521a, πρόνοια D.H.1.4, ἡγεμονία D.H.6.85, λογισμός Ph.2.209, Plu.Mar.29, ἀγωγή D.H.Comp.1.8, ἡλικία Hom.Clem.13.16
neutr. plu. sup. como adv. ἐμφρονέστατα κεχρῆσθαι καὶ πολιτικώτατα Plu.Ant.14;

c) como atributo de la parte espiritual o racional humana ὀρθῶς γε ἡ ἔ. (ψυχή) ἡγείται, ἡμαρτημένως δ' ἡ ἄφρων; Pl.Men.88e, cf. D.S.14.28, Onas.1.10, Ocell.Fr.1, νοῦν ἔχων ἔμφρονα Pl.Lg.913a
neutr. subst. τὸ ἔμφρον καὶ μεμετρημένον ἐν θεωριῶν ἐπιτελέσει M.Ant.1.16.7.

2 inteligente, sabio op. al ignorante ἔ. περὶ τοῦτο γέγονας Pl.Phlb.17e, cf. Thphr.Sens.48, op. μῶρος S.OT 436.

3 op. la cobardía animoso, con presencia de ánimo ὅσον περιῆν Λάχητος τῷ ἔ. εἶναι cuánto superaba a Laques en la presencia de ánimo Pl.Smp.221b, cf. Arr.Cyn.7.3.

B adv. -ως

I conscientemente, con consciencia ἐ. διετίθητο τὰ ἑωυτῆς Hp.Epid.7.25.

II ref. comportamiento

1 juiciosamente, con prudencia ἀντιποιεῖσθαι Pl.Phlb.23a, cf. R.396d, Antiph.103.3, ἐ. κεχρῆσθαι τῇ μάχῃ ταύτῃ Plb.2.33.1, cf. 1.66.2, τοῦτο προϊδὼν ... ἔ. Plu.Flam.9, cf. 2.102e, βουλευσάμενοι D.S.11.77, σωφροσύνης τοὺς καρποὺς γεώργησον ἐ. Clem.Al.Prot.11.117, (βίβλοις ποιητῶν) τούτοις δ' ἅπασιν ἔ. ἐντύγχανε Amph.Seleuc.38, cf. Bas.Anc.Virg.M.30.684C.

2 animosamente, con valor, con presencia de ánimo ὁ ... ἐν αὐτῷ τῷ θυμομαχεῖν ἔ. ὑπομένων τὸ δεινόν D.S.8.12.