< ἐμφλογίζω
ἔμφλοιος >
ἔμφλογος
,
-ου, ὁ
• Grafía:
graf. ἐνφ-
llamarada
fig.
ἔνφλογον τὴν πυρώδη ἐξανάπτει
Ps.Steph.201.21.