< ἐμφιλοχώρως
ἐμφλάομαι >
ἔμφιμος
,
-ον
cerrado
,
tapado
subst. (τὸ) ἔ.
recipiente cerrado
ἐπίβαλλε αὐτῷ ὄξους δριμυτάτου, οὐκ ἐμφίμῳ, ἀλλ' ἀπώμῳ
Zos.Alch.
Comm.Gen
.13.8.