< ἐμπυρριχίζω
ἐμπυρσεύω >
ἔμπυρρος
,
-ον
rojizo
,
de piel rojiza
ἄνθρωποι
Arist.
Col
.797
b
13
•
rojizo
,
de color rojizo
σχοῖνος
Dsc.1.17.1,
ῥίζαι
Dsc.3.17.2.