ἔμπυος, -ον
medic.
I
ἔμπυοι πολλοὶ γίνονταιHp.Art.49, cf. Coac.396, Aph.5.10, D.54.12, Isoc.19.26,
γίνονται δὲ καὶ ἔμπυοι οἱ ἵπποιArist.HA 604b6, cf. Men.Fr.496,
ἔ. ἦς οὕτω σφοδρῶς ὥστε ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα λεκάνας ἐνέπλησε πύουςIG 42.122.57 (Epidauro IV a.C.),
ἔ. περὶ ἧπαρ ἄνθρωποςPlu.2.73b,
περὶ τὰ σπλάγχναPlu.Sull.36
•frec. subst. ὁ ἔ. el que padece un empiema
τῶν δὲ ἐμπύων τῶν ἐκ τῶν περιπνευμονικῶν οἱ γεραίτεροι μᾶλλον ἀπόλλυνταιHp.Prog.18, cf. 17,
τῷ ἐμπύῳ βέλτιον τὸ καίεσθαι τοῦ διαμένεινIambl.Protr.2, cf. Plu.2.43a.
2 purulento, que supura
ἔ. βάσιςpie purulento S.Ph.1378,
στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλύνAndrom.55,
ὁ βουβὼν ... ἔ. γέγονενProcop.Pers.2.22.38,
ἔ. μοτόςdrenaje Hp. en Gal.19.97.
II subst. τὸ ἔ. supuración, absceso, empiema
ἔμπυον ἔσεσθαι σημαίνειindica que habrá un absceso Hp.Prog.7,
εἴκελος ἐμπύῳ ἦνHp.Epid.4.31,
ἐὰν συναγάγῃ ἔμπυον τὸ ἕλκοςGp.17.22, cf. Arist.Pr.863a8, Orib.4.8.3.