ἔμπλεως, -ων
• Alolema(s): ἔμπλεος, -ον Hdt.1.59; ép. ἔμπλειος, -η, -ον Od.18.118; ἐνίπλειος Od.14.113, Leon.2456P.; tard. ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.L.192
• Morfología: [fem. sg. ac. ἔμπλεα Nic.Al.164]
lleno gener. c. gen.:
a) en el interior lleno, repleto
φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείηνOd.22.3,
γαστήρ ... ἐμπλείη κνίσης τε καὶ αἵματοςtripa rellena de grasa y sangre como manjar Od.18.118, cf. Theoc.25.207,
σκῦφος ... οἴνου ἐνίπλειονOd.14.113,
λέβητες ... κρεῶν ... ἔμπλεοιHdt.l.c.,
λύχνα ... ἐμβάφια ἔμπλεα ἁλὸς καὶ ἐλαίουHdt.2.62, cf. Hp.Epid.6.4.8,
ἔμπλεον ὄλπινun pomo lleno hasta arriba Call.Fr.534,
ἁλὸς ἔμπλεα κύμβηνNic.Al.164, cf. 162,
ὄξεος ἔμπλεον ἄγγοςNonn.Par.Eu.Io.19.29;
b) externamente lleno, cubierto
κύων ... ἐνίπλειος κυνοραιστέωνperro lleno de garrapatas, Od.17.300;
c) c. límites borrosos o abstr.
δῶμα ... ἐνίπλειον βιότοιοcasa llena de riquezas, Od.19.580, cf. h.Merc.248,
ἀχαΐνην στέατος ἔμπλεων τράγονcómete la hogaza llena de grasa, Carm.Pop.1,
(οἶκος) ἔ. ... φόνοιοMosch.4.16
•lleno, compuesto totalmente o en gran parte por
πᾶν δ' ἔμπλεόν ἐστιν ἐόντοςParm.B 8.24,
γῆς ἢ κόπρου ... ἔμπλεων (τὸ κέαρ)Pl.Tht.194e, cf. 156e, Phd.110c;
d) fig.
ἥνπερ (στήλην) ἔτευξαν παῖδες ἐμοὶ πάσης ἔνπλεον εὐσ[ε]βίης(estela) que construyeron mis hijos rebosante de piedad, IHadrianopolis 48.8 (imper.), de pers.
ὀργίλοι ... γεγένηνται, δυσκολίας ἔμπλεῳPl.R.411c,
τὸ δὲ μειράκιον ... πάσης πονηρίας ἔμπλεωνPlb.27.15.6,
οἱ φρονήματος ἀνδρειοτέρου πεφυκότες ἔμπλεοιPlu.2.113a, cf. I.AI 15.44,
αὐτὸν ... ἀγῶνος ἔμπλεων ἀποτελέσειςLongin.26.3,
τὸ σ[ιδ]ηροῦν γένος ξυμφορῶν ἔμπλεωνFauorin.de Ex.24.17,
ἐ. πλάνηςLeon.l.c.,
ἁσυχίαςAP 7.424 (Antip.Sid.), cf. 574 (Agath.), Nonn.Par.Eu.Io.7.49, de anim.
(κόρακες) φωνῆς ἔμπλειοιArat.1006.