< ἐμπλευρόομαι
ἐμπλέω >
ἔμπλευρος
,
-ον
de fuertes costados
, e.e.,
vigoroso
ἔμπλευρον εἶναι τὸν ἀθλητήν
Ph.1.70 (var., cf. εὔπλευρος),
τράγοι
Gp
.18.9.6.