ἔμμορφος, -ον
• Grafía: ἐνμ- Ps.Archyt.Pyth.Hell.20.9
dotado de forma, informado, corpóreo
ἀρχαί, op. ὑλικόςThphr.Metaph.7a.6,
ἁ ἐστὼ ... κιναθεῖσα δὲ ποτὶ τὰν μορφὼ ἔ. γίνεταιPs.Archyt.l.c.,
ὕληPlot.5.9.4, cf. Epiph.Const.Haer.74.4.4,
ἄγαλμαPlu.Num.8,
ἔμμορφον εἰκόνα χρὴ νομίζειν τῆς Ὀσίριδος ψυχῆς τὸν ἎπινPlu.2.362d,
τρία ἔνμορφαde la Trinidad, Ps.Caes.3.54.