ἔμμονος, -ον


I 1permanente, continuado ψυχῇ δὲ βίαιον οὐδὲν ἔμμονον μάθημα Pl.R.536e, διάνοιαι X.Cyr.3.3.52, παρρησία Phld.Lib.fr.70.14, λύπη Them.Or.32.359c, op. εὐκίνητος Plot.2.6.2, c. dat. καρτερία ἐστὶν ἐπιστήμη ἔ. τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Andronic.Rhod.578
de tintes fijo, indeleble ἐγκαύματα Pl.Ti.26c, βάμμα Hsch.s.u. δευσοποιόν, cf. s.u. ἴτηλον
de fenómenos naturales permanente, estable op. εὐκίνητος: ὁ λεπτὸς (ἀήρ) ... οὐκ ἔ. Thphr.CP 5.14.6, ὑγρότης Thphr.CP 1.6.7
de una enfermedad crónico, permanente λέπρα LXX Le.13.51, ἀρρώστημα LXX Si.30.17, νόσημα Gal.19.391, junto a χρόνιος: πυρετός Orib.6.23.7, cf. Hsch.
subst. τὸ ἔ. persistencia, duración αὐξανομένης ... τῆς κακίας τῷ ἐμμόνῳ el mal aumenta de acuerdo con su duración Plot.1.5.6.

2 de pers. constante, firme X.Cyr.3.3.55, de Dios γνώμῃ ἔ. firme en su juicio, Hom.Clem.2.43.

3 astr., ref. al espacio fijo, estable τῶν πλανωμένων αἱ ... ἔμμονοι στάσεις las posiciones fijas de los planetas Ptol.Tetr.2.5.2.

II adv. -ως

1 con firmeza o determinación κακούργου δέ τινος ἐ. ὑπομείναντος βασάνους Plu.2.208c.

2 persistentemente ἁμαρτάνειν Olymp.M.93.737D, θερμαίνειν Antyll. en Orib.10.3.5.